„γυψοπλάστης“: αρσενικό γυψοπλάστης [jipsoˈplastis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stuckateur Stuckateurαρσενικό | Maskulinum, männlich m γυψοπλάστης γυψοπλάστης