γυναικολογικός
[jinekolojiˈkos], γυναικολογική, γυναικολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gynäkologischγυναικολογικόςγυναικολογικός
examples
- γυναικολογική κλινικήθηλυκό | Femininum, weiblich fFrauenklinikθηλυκό | Femininum, weiblich f