γρύλλος
[ˈɣrilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Grilleθηλυκό | Femininum, weiblich fγρύλλος ζωολογία | Zoologieζωολγρύλλος ζωολογία | Zoologieζωολ
- Wagenheberαρσενικό | Maskulinum, männlich mγρύλλος μηχανισμόςγρύλλος μηχανισμός
examples
- γρύλλος πόρτας αυτοκίνητο | AutoαυτοκFensterheberαρσενικό | Maskulinum, männlich m