„γρυλίζω“: αμετάβατο ρήμα γρυλίζω [ɣriˈlizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) grunzen grunzen γρυλίζω γρυλίζω „γρυλίζω“: μεταβατικό ρήμα γρυλίζω [ɣriˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anknurren anknurren γρυλίζω γρυλίζω