„γροιλανδικός“ γροιλανδικός [ɣrilanðiˈkos], γροιλανδική, γροιλανδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) grönländisch grönländisch γροιλανδικός γροιλανδικός