γροθιά
[ɣroˈθja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Faustθηλυκό | Femininum, weiblich fγροθιάγροθιά
- Faustschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mγροθιά χτύπημαγροθιά χτύπημα
examples
- γροθιά στο κοιλιακό πλέγμαein Schlag in die Magengrube