„γρηγοριανός“ γρηγοριανός [ɣriɣoriaˈnos], γρηγοριανή, γρηγοριανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gregorianisch gregorianisch γρηγοριανός γρηγοριανός