„γρηγοράδα“: θηλυκό γρηγοράδα [ɣriɣoˈraða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schnelligkeit Schnelligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f γρηγοράδα γρηγοράδα