γραμμωτός
[ɣramoˈtos], γραμμωτή, γραμμωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- γραμμωτός κώδικαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBarcodeαρσενικό | Maskulinum, männlich mStrichcodeαρσενικό | Maskulinum, männlich m