„γραμμοσκιά“: θηλυκό γραμμοσκιά [ɣramoskjiˈa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schraffierung Schraffierungθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμμοσκιά γραμμοσκιά