„γουρλώνω“: μεταβατικό ρήμα γουρλώνω [ɣurˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glotzaugen machen examples γουρλώνω τα μάτια Glotzaugen machen γουρλώνω τα μάτια