„γουλιά“: θηλυκό γουλιά [ɣuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schluck Schluckαρσενικό | Maskulinum, männlich m γουλιά γουλιά examples ήπιε μια γουλιά νερό er/sie nahm einen Schluck Wasser ήπιε μια γουλιά νερό