„γοργόνα“: θηλυκό γοργόνα [ɣorˈɣona]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Meerjungfrau Meerjungfrauθηλυκό | Femininum, weiblich f γοργόνα γοργόνα examples Γοργόνα μυθολογία | Mythologieμυθ Gorgoθηλυκό | Femininum, weiblich f Γοργόνα μυθολογία | Mythologieμυθ