„γονδολιέρης“: αρσενικό γονδολιέρης [ɣonðoˈʎeris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gondelführer Gondelführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m γονδολιέρης γονδολιέρης