„γοητευτικός“ γοητευτικός [ɣoiteftiˈkos], γοητευτική, γοητευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) charmant, faszinierend charmant, faszinierend γοητευτικός γοητευτικός