γνώση
[ˈɣnosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kenntnisθηλυκό | Femininum, weiblich fγνώση η κατάσταση του να γνωρίζει κανείςγνώση η κατάσταση του να γνωρίζει κανείς
- Wissenουδέτερο | Neutrum, sächlich nγνώση πληθυντικός | Pluralpl ό,τι έχουμε μάθειKenntnisseπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplγνώση πληθυντικός | Pluralpl ό,τι έχουμε μάθειγνώση πληθυντικός | Pluralpl ό,τι έχουμε μάθει
- Vernunftθηλυκό | Femininum, weiblich fγνώση σύνεσηγνώση σύνεση
- Erkenntnisθηλυκό | Femininum, weiblich fγνώση φιλοσγνώση φιλοσ
examples
- γνώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl γερμανικώνπληθυντικός | Plural plDeutschkenntnisseπληθυντικός | Plural pl
- γνώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ηλεκτρονικού υπολογιστήπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplComputerkenntnisseπληθυντικός | Plural pl
- γνώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ιστορίαςGeschichtskenntnisθηλυκό | Femininum, weiblich f