„γνωστικός“ γνωστικός [ɣnostiˈkos], γνωστική, γνωστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vernünftig, besonnen vernünftig, besonnen γνωστικός συνετός γνωστικός συνετός