„γνωμοδότης“: αρσενικό γνωμοδότης [ɣnomoˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gutachter Gutachterαρσενικό | Maskulinum, männlich m γνωμοδότης γνωμοδότης