γνήσιος
[ˈɣnisios], γνήσια, γνήσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- γνήσιος καφέςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBohnenkaffeeαρσενικό | Maskulinum, männlich m