„γνέθω“: μεταβατικό ρήμα γνέθω [ˈɣneθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα/-θηκα; -(σ)μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) spinnen spinnen γνέθω γνέθω