γλωσσολογικός
[ɣlosolojiˈkos], γλωσσολογική, γλωσσολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sprachwissenschaftlichγλωσσολογικόςγλωσσολογικός
examples
- γλωσσολογική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich fSprachforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f