„γλωσσοδέτης“: αρσενικό γλωσσοδέτης [ɣlosoˈðetis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zungenbrecher Zungenbrecherαρσενικό | Maskulinum, männlich m γλωσσοδέτης γλωσσοδέτης