„γλωσσάριο“: ουδέτερο γλωσσάριο [ɣloˈsario]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wörterverzeichnis Wörterverzeichnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n γλωσσάριο γλωσσάριο