„γλυτωμός“: αρσενικό γλυτωμός [ɣlitoˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rettung Rettungθηλυκό | Femininum, weiblich f γλυτωμός γλυτωμός