„γλυπτική“: θηλυκό γλυπτική [ɣliptiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bildhauerei Bildhauereiθηλυκό | Femininum, weiblich f γλυπτική γλυπτική