„γλυκομιλώ“: μεταβατικό ρήμα γλυκομιλώ [ɣlikomiˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bezirzen bezirzen γλυκομιλώ γλυκομιλώ