„γλυκάνισο“: ουδέτερο γλυκάνισο [ɣliˈkaniso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anis Anisαρσενικό | Maskulinum, männlich m γλυκάνισο γλυκάνισο