„γλεντώ“: αμετάβατο ρήμα γλεντώ [ɣlenˈdo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) feiern feiern γλεντώ διασκεδάζω γλεντώ διασκεδάζω „γλεντώ“: μεταβατικό ρήμα γλεντώ [ɣlenˈdo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) genießen genießen γλεντώ απολαμβάνω γλεντώ απολαμβάνω