„γλαδιόλα“: θηλυκό γλαδιόλα [ɣlaðiˈola]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gladiole Gladioleθηλυκό | Femininum, weiblich f γλαδιόλα γλαδιόλα