„γκρίνια“: θηλυκό γκρίνια [ˈgriɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nörgelei, Quengelei Nörgeleiθηλυκό | Femininum, weiblich f γκρίνια Quengeleiθηλυκό | Femininum, weiblich f γκρίνια γκρίνια