„γκοφρέτα“: θηλυκό γκοφρέτα [goˈfreta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Waffel Waffelθηλυκό | Femininum, weiblich f γκοφρέτα γλύκυσμα γκοφρέτα γλύκυσμα