„γκλομπ“: ουδέτερο γκλομπ [glob]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gummiknüppel Gummiknüppelαρσενικό | Maskulinum, männlich m γκλομπ γκλομπ