„Γκεστάπο“: θηλυκό Γκεστάπο [geˈstapo]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gestapo Gestapoθηλυκό | Femininum, weiblich f Γκεστάπο ιστορία | Geschichteιστ Γκεστάπο ιστορία | Geschichteιστ