γκαρσονιέρα
[garsoˈɲera]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einzimmerwohnungθηλυκό | Femininum, weiblich fγκαρσονιέρα διαμέρισμα ενός δωματίουγκαρσονιέρα διαμέρισμα ενός δωματίου
- Junggesellenwohnungθηλυκό | Femininum, weiblich fγκαρσονιέρα διαμέρισμα εργένηγκαρσονιέρα διαμέρισμα εργένη