„γκαζόζα“: θηλυκό γκαζόζα [gaˈzoza]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brauselimonade Brauselimonadeθηλυκό | Femininum, weiblich f γκαζόζα γκαζόζα