„γιορταστικός“ γιορταστικός [jortastiˈkos], γιορταστική, γιορταστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) feierlich, festlich feierlich, festlich γιορταστικός γιορταστικός