γιγαντιαίος
[jiɣandiˈeos], γιγαντιαία, γιγαντιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gigantisch, riesig, riesengroßγιγαντιαίοςγιγαντιαίος
Thank you for your feedback!