„γεώτρηση“: θηλυκό γεώτρηση [jeˈotrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bohrung Bohrungθηλυκό | Femininum, weiblich f γεώτρηση γεώτρηση examples γεώτρηση πετρελαίου Ölbohrungθηλυκό | Femininum, weiblich f γεώτρηση πετρελαίου