„γεώστρωμα“: ουδέτερο γεώστρωμα [jeˈostroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erdschicht Erdschichtθηλυκό | Femininum, weiblich f γεώστρωμα γεώστρωμα