„γεώμηλο“: ουδέτερο γεώμηλο [jeˈomilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kartoffel, Erdapfel Kartoffelαρσενικό | Maskulinum, männlich m γεώμηλο γεώμηλο Erdapfelαρσενικό | Maskulinum, männlich m νοτιογερμανική παραλλαγή | Süddeutschsüdd γεώμηλο γεώμηλο