„Γεωργιανός“: αρσενικό Γεωργιανός [jeorjiaˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Georgier Georgierαρσενικό | Maskulinum, männlich m Γεωργιανός Γεωργιανός
„γεωργιανός“ γεωργιανός [jeorjiaˈnos], γεωργιανή, γεωργιανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) georgisch georgisch γεωργιανός γεωργιανός