„γεωπολιτικός“ γεωπολιτικός [jeopolitiˈkos], γεωπολιτική, γεωπολιτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geopolitisch geopolitisch γεωπολιτικός γεωπολιτικός