„γεωκεντρικός“ γεωκεντρικός [jeokjendriˈkos], γεωκεντρική, γεωκεντρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geozentrisch geozentrisch γεωκεντρικός γεωκεντρικός