„γεωδαισία“: θηλυκό γεωδαισία [jeoðeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geodäsie Geodäsieθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωδαισία γεωδαισία