„γευματίζω“: αμετάβατο ρήμα γευματίζω [jevmaˈtizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) essen, speisen, zu Mittag essen essen, speisen γευματίζω τρώω γευματίζω τρώω zu Mittag essen γευματίζω τρώω για μεσημέρι γευματίζω τρώω για μεσημέρι