γεροντολογία
[jerondoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gerontologieθηλυκό | Femininum, weiblich fγεροντολογία ιατρική | Medizinιατργεροντολογία ιατρική | Medizinιατρ