„γεννηθείς“ γεννηθείς [jeniˈθis], γεννηθείσα, γεννηθεένεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj διοικητικός όρος | amtlichδιοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geboren geboren γεννηθείς γεννηθείς