„γενικευτικός“ γενικευτικός [jenikjeftiˈkos], γενικευτική, γενικευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verallgemeinernd verallgemeinernd γενικευτικός γενικευτικός