„γελοιότητα“: θηλυκό γελοιότητα [jeliˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lächerlichkeit Lächerlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f γελοιότητα γελοιότητα