„γελοιοποιούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα γελοιοποιούμαι [jeliopiˈume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich lächerlich machen sich lächerlich machen γελοιοποιούμαι γελοιοποιούμαι